- ασυγυρισιά
- η1) беспорядок (в квартире); 2) небрежность (в туалете)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυγυρισιά — η η ακαταστασία … Dictionary of Greek
αστρωσιά — η (Α ἀστρωσία) [άστρωτος] η έλλειψη στρώματος, το να κοιμάται κανείς χωρίς στρώμα, δηλαδή καταγής νεοελλ. η ακαταστασία, η ασυγυρισιά … Dictionary of Greek
ασυγύριστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι συγυρισμένος, ατακτοποίητος, απεριποίητος: Είσαι πια κοπέλα και δεν μπορείς να γυρίζεις ασυγύριστη. Ουσ. ασυγυρισιά, η ακαταστασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)